συλλειτουργώ

συλλειτουργώ
(ε) αμετ. церк, участвовать в литургии, в обедне

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συλλειτουργώ" в других словарях:

  • συλλειτουργώ — συλλειτουργῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. λειτουργώ ως κληρικός μαζί με άλλον ή άλλους κληρικούς αρχ. εκτελώ δημόσια υπηρεσία μαζί με άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λειτουργῶ] …   Dictionary of Greek

  • συλλειτουργώ — συλλειτούργησα, λειτουργώ ως κληρικός μαζί με άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλείτουργο — το, Ν [συλλειτουργώ] επιμνημόσυνη λειτουργία που τελείται από πολλούς ιερείς μαζί …   Dictionary of Greek

  • συλλειτουργία — η, Ν (λειτ.) πανηγυρική τέλεση τής Θείας Λειτουργίας από πολλούς κληρικούς μαζί και πάνω στην ίδια Αγία Τράπεζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλειτουργώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • συλλειτούργησις — ήσεως, ή Μ [συλλειτουργῶ] η συλλειτουργία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»